Dictionary of Greek. 2013.
μεριτάρω — και μερτάρω (ιδιωμ.) αξίζω να έχω ή να πάρω ή να υποστώ κάτι, μού ανήκει, μού αναλογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meritare] … Dictionary of Greek